περιάργυρος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον,
A set in silver, κίονες Chares 4 J., cf. LXXEp.Je.8; ὅπλα App.BC1.106.
German (Pape)
[Seite 569] umsilbert, κανόνες, Ath. XII, 538 d.
Greek (Liddell-Scott)
περιάργῠρος: -ον, περιηργυρωμένος, Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει επενδυθεί με πλάκες αργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄργυρος (πρβλ. επ-άργυρος)].