περικάρπιο

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

το / περικάρπιον, ΝΑ
βοτ. το σύνολο τών εξωτερικών περιβλημάτων του καρπού που προέρχονται από τις μεταβολές τις οποίες υφίσταται η ωοθήκη μετά την γονιμοποίηση, η θήκη του καρπού ή του σπόρου, το λέπυρο
νεοελλ.
ανατ. το μέρος του χεριού που βρίσκεται γύρω από τον καρπό
αρχ.
χρυσό ή μεταλλικό βραχιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καρπός (πρβλ. μετακάρπιον)].