Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιλείχω

From LSJ
Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλείχω Medium diacritics: περιλείχω Low diacritics: περιλείχω Capitals: ΠΕΡΙΛΕΙΧΩ
Transliteration A: perileíchō Transliteration B: perileichō Transliteration C: perileicho Beta Code: perilei/xw

English (LSJ)

   A lick all round, τὰ βλέφαρα Ar.Pl.736; Σοφοκλέους . . τὸ στόμα Id.Fr.581 ; of a parasite, πολλῶν . . λοπάδων τοὺς ἄμβωνας -λείξας having licked them clean, Eup.52 ; τὸ τρύβλιον Luc.Gall.14.    II lick off, τι Arist.HA605a4; τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον Luc.Icar.30.

German (Pape)

[Seite 582] umlecken; τὰ βλέφαρα περιέλειχον, Ar. Plut. 736; τὸ στόμα τινός, vom Küssen, Philostr.; ablecken ringsum, ὅπως περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον, Luc. Icarom. 30.

Greek (Liddell-Scott)

περιλείχω: λείχω ὁλόγυρα, τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 736· Σοφοκλέους.. τὸ στόμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 231· ἐπὶ παρασίτου, πολλῶν .. λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας, «ἀφ’ οὗ ἔγλειψε καλὰ καλὰ», Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 1· τὸ τρύβλιον Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14. ΙΙ. λείχω τι πανταχόθεν, λείχων ἀφαιρῶ, «τὸ δὲ ἱππομανὲς καλούμενον ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῖς πόλοις, αἱ δ’ ἵπποι περιλείχουσαι καὶ καθαίρουσαι ἀποτρώγουσιν αὐτὸ» Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 9· τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον Λουκ. Ἰκαρομέν. 50.

French (Bailly abrégé)

1 lécher tout autour, acc.;
2 ôter ou nettoyer en léchant, acc..
Étymologie: περί, λείχω.

Greek Monolingual

ΝΑ
γλείφω κάτι από παντού, γλείφω ολόγυρα
αρχ.
1. γλείφω καλά, γλείφω εντελώς
2. τρώω κάτι γλείφοντάς το.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λείχω «γλείφω»].

Greek Monotonic

περιλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω ολόγυρα, σε Αριστοφ.