πιτύουσα
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πιτυοῦσσα, ἡ, Α πίτυς
1. (μόνο στον τ. πιτύουσα) το φυτό ευφόρβιο
2. ως κύριο όν. Πιτυοῦσσα προσωνυμία πολλών αρχαίων πόλεων, όπως λ·χ. της Μιλήτου, της Φασήλιδος, της Λαμψάκου κ.ά., ή νησιών, όπως λ.χ. της Χίου, τών Σπετσών, της Σαλαμίνας κ.ά., που υποδήλωνε ότι οι τόποι αυτοί ήταν πευκόφυτοι
3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Πιτυοῦσσαι
δύο νησιά κοντά στην ανατολική ακτή της Ισπανίας, η Έβουσος και η Οφιούσα.