ποικιλομήχανος

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλομήχᾰνος Medium diacritics: ποικιλομήχανος Low diacritics: ποικιλομήχανος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: poikilomḗchanos Transliteration B: poikilomēchanos Transliteration C: poikilomichanos Beta Code: poikilomh/xanos

English (LSJ)

ον,

   A full of various devices, Ἔρως Epigr. ap. Clidem.24.

German (Pape)

[Seite 650] voll mannichfaltiger Schliche, Künste, verschlagen, listig, Ἔρως, Ep. ad. 213 (App. 302).

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλομήχᾰνος: -ον, ὁ ποικίλα μηχανώμενος, πολύτροπος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 302.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux machinations variées, fertile en ruses.
Étymologie: ποικίλος, μηχανή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ-μήχανος].

Greek Monotonic

ποικῐλομήχᾰνος: -ον, γεμάτος με διάφορα τεχνάσματα, σε Ανθ.