ποικιλοεργός
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
German (Pape)
[Seite 650] mit bunter, mannichfaltiger Arbeit, Paul. Sil. ecphr. 376 ambo 262.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλοεργός: -όν, ὁ ποικίλα ἐργαζόμενος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 293, κτλ. 2) ὁ ποικίλως εἰργασμένος, π. πήνη, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκφρ. 376.
Greek Monolingual
-όν, Μ
αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές ασχολίες («ποικιλοεργὸς ἀνήρ... ἀμάρυγμα φαάντερον εὗρεν ἀνάψαι», Παύλ. Σιλ.)
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει προκύψει έπειτα από μια σειρά πολλών και διαφορετικών εργασιών («ποικιλοεργὸς πήνη», Παύλ. Σιλ.)
3. μτφ. αυτός που επινοεί ποικίλα τεχνάσματα, ο πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -εργός (< ἔργον) πρβλ. αγαθοεργός].