πομποστόλος

From LSJ
Revision as of 13:25, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που γίνεται με την συνοδεία λιτανείας
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πομποστόλοι
τα μέλη της λιτανευτικής πομπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. γαμοστόλος.