πορθώ

From LSJ
Revision as of 16:40, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478

Greek Monolingual

πορθῶ, -έω, ΝΜΑ
εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.)
αρχ.
1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.)
2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς ἐγγενῆς πορθεῑν», Αισχύλ.)
3. ληστεύω αρπάζω
4. προξενώ όλεθρο, επιφέρω ολοκληρωτική καταστροφή
5. παθ. πορθμοῦμαι, -έομαι
(για γυναίκα) κατακτιέμαι με τη βία, βιάζομαι («αἰχμαλωτίδας κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθ-, ετερριωμένη βαθμίδα της ρίζας του πέρθω (πρβλ. στροφῶ: στρέφω, φορῶ: φέρω)].