πραγμάτευμα

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτευμα Medium diacritics: πραγμάτευμα Low diacritics: πραγμάτευμα Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΜΑ
Transliteration A: pragmáteuma Transliteration B: pragmateuma Transliteration C: pragmatevma Beta Code: pragma/teuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A business, concern, τὸ π. τὸ τῶν ῥητόρων Phld.Rh.1.82 S., cf. 79S.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμάτευμα: τό, = πραγματεία, Εὐστ: Πονημάτ. 70. 62.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, ΜΑ πραγματεύομαι
ασχολία, υπόθεση, έργο («τὸ πραγμάτευμα τὸ τῶν ῥητόρων», Φιλόδ.).