πραγμάτευμα

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτευμα Medium diacritics: πραγμάτευμα Low diacritics: πραγμάτευμα Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΜΑ
Transliteration A: pragmáteuma Transliteration B: pragmateuma Transliteration C: pragmatevma Beta Code: pragma/teuma

English (LSJ)

-ατος, τό, business, concern, τὸ π. τὸ τῶν ῥητόρων Phld.Rh.1.82 S., cf. 79S.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμάτευμα: τό, = πραγματεία, Εὐστ: Πονημάτ. 70. 62.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, ΜΑ πραγματεύομαι
ασχολία, υπόθεση, έργο («τὸ πραγμάτευμα τὸ τῶν ῥητόρων», Φιλόδ.).