ποτικάρδιος

From LSJ
Revision as of 11:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui atteint ou blesse le cœur.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, καρδία.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσκάρδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + καρδία (πρβλ. κατα-κάρδιος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτικάρδιος -ον [ποτί, καρδία] Dor., tegen het hart aan. Theocr. Id. 23.5.