πότισμα
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ατος, τό,
A draught, Asclep. ap. Gal.14.137.
German (Pape)
[Seite 690] τό, der Trank, Diosc.
Spanish
Greek Monolingual
-ίσματος, το, ΝΜΑ ποτίζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του ποτίζω (α. «το πότισμα του κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το πότισμα, να τους δώσετε να φάνε»)
νεοελλ.
η τεχνητή παροχή νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η άρδευση.