Πριέπιος

From LSJ
Revision as of 09:58, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πριέπιος Medium diacritics: Πριέπιος Low diacritics: Πριέπιος Capitals: ΠΡΙΕΠΙΟΣ
Transliteration A: Priépios Transliteration B: Priepios Transliteration C: Priepios Beta Code: *prie/pios

English (LSJ)

(sc. μήν), ὁ, a month in Bithynia, prob. in Hemerolog.Flor.

Greek Monolingual

και Πριέτειος και Πριέτηος, ὁ, Α
ονομασία μήνα στη Βιθυνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίετος ή Πρείετος, θεός στη Βιθυνία. Η λ. Πριέπιος πιθ. από σύγχυση τών τ. Πρίετος και Πρίαπος.