διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: Πριέπιος | Medium diacritics: Πριέπιος | Low diacritics: Πριέπιος | Capitals: ΠΡΙΕΠΙΟΣ |
Transliteration A: Priépios | Transliteration B: Priepios | Transliteration C: Priepios | Beta Code: *prie/pios |
(sc. μήν), ὁ, a month in Bithynia, prob. in Hemerolog.Flor.
και Πριέτειος και Πριέτηος, ὁ, Α
ονομασία μήνα στη Βιθυνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίετος ή Πρείετος, θεός στη Βιθυνία. Η λ. Πριέπιος πιθ. από σύγχυση τών τ. Πρίετος και Πρίαπος.