προβραχής
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ές,
A shallow, τὰ π. Plb.1.47.1.
German (Pape)
[Seite 713] ές, od. προβραχύς, ύ, sehr flach, als v. l. für προσβραχής, Strab. 5, 4, 5 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προβραχής: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ προσβραχής, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ές, Α
αβαθής, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί προσβραχής].