προσλάζομαι
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
v. προσλάζυμαι.
German (Pape)
[Seite 771] poet. statt προσλαμβάνω, Hesych.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) προσλάζυμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λάζομαι «λαμβάνω, δράττομαι, αρπάζω»].