πυρίτιδα

From LSJ
Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

η / πυρῑτις, -ίτιδος, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» — εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα σχετικά χαμηλής περιεκτικότητας σε άζωτο, που διαλύεται πλήρως σε μίγμα αιθέρα-αιθυλικής αλκοόλης στην οποία προσέθεταν παλιότερα μια μικρή ποσότητα διφαινυλαμίνης, η οποία δρα ως σταθεροποιητής, ενώ σήμερα ως πρώτη ύλη χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά καθαρή κυτταρίνη προερχόμενη από την κατεργασία ξύλων, αντί τών ινών του βαμβακιού που χρησιμοποιούνταν παλιότερα
νεοελλ.-μσν.
η πρώτη εκρηκτική ύλη που παρασκεύαζε ο άνθρωπος και η οποία είναι μίγμα νίτρου, θείου και ξυλάνθρακα χρησιμοποιούμενη σήμερα σε περιορισμένες εφαρμογές λόγω της εμφανούς υπεροχής της άκαπνης πυρίτιδας, αλλ. μαύρη πυρίτιδα, κν. μπαρούτι
αρχ.
1. το φυτό πύρεθρο
2. άγνωστος πολύτιμος λίθος
3. το φυτό νάρδος ορεινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -ῖτις, θηλ. του -ίτης].