σταθεροποιητής
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ναυτ. καθεμιά από τις δύο προεξοχές στα πλάγια ύφαλα του πλοίου, αλλ. σταθεροποιητικό πτερύγιο
2. χημ. χημική ουσία η οποία, δρώντας ως παρεμποδιστής ή αρνητικός καταλύτης, αποτρέπει τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής σταθερότητας
3. χημ. κολλοειδής ουσία που προστίθεται σε αιωρήματα και επιβραδύνει ή παρεμποδίζει την καταβύθιση τους
4. φρ. α) «οικονομικοί αυτόματοι σταθεροποιητές»
(οικον.) τα μέτρα που λαμβάνονται και οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται στην οικονομική πολιτική με στόχο την εξουδετέρωση τών διαταραχών του οικονομικού κύκλου
β) «σταθεροποιητής τάσης»
(ηλεκτρολ.) διάταξη η οποία διατηρεί την ηλεκτρική τάση σταθερή, ανεξάρτητα από τις τυχόν μεταβολές της στο δίκτυο διανομής και είναι απαραίτητη για την ηλεκτρική τροφοδοσία συσκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθεροποιώ, απόδοση στην ελλ. του γαλλ. stabilisateur (< λατ. stabilio «στερεώνω, στηρίζω»)].