πυξάκανθα

From LSJ
Revision as of 10:58, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυξάκανθα Medium diacritics: πυξάκανθα Low diacritics: πυξάκανθα Capitals: ΠΥΞΑΚΑΝΘΑ
Transliteration A: pyxákantha Transliteration B: pyxakantha Transliteration C: pyksakantha Beta Code: puca/kanqa

English (LSJ)

[ᾰκ], ἡ,

   A thorn like the box-tree,= λύκιον, Dsc.1.100: also πυξάκανθος, Lat. pyxacanthus, Plin.HN12.31, 24.125, Gal.12.63.

German (Pape)

[Seite 818] ἡ, Buxbaumdorn, sonst Λύκιον.

Greek (Liddell-Scott)

πυξάκανθα: ἡ, εἶδος ἀκάνθης ὁμοίας πρὸς πύξον, (πυξάρι), ἀλλαχοῦ λύκιον, Διοσκ. 1. 132, Πινδ. 12. 15.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πυξάκανθος Α
είδος ακάνθας που μοιάζει με πύξο
νεοελλ.
το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πύξος η αειθαλής, κν. πυξάρι ή πιμισίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + ἄκανθα.