πώτημα

From LSJ
Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώτημα Medium diacritics: πώτημα Low diacritics: πώτημα Capitals: ΠΩΤΗΜΑ
Transliteration A: pṓtēma Transliteration B: pōtēma Transliteration C: potima Beta Code: pw/thma

English (LSJ)

   A v. πότημα (A).

German (Pape)

[Seite 828] τό, Flug, ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον, Aesch. Eum. 241.

Greek (Liddell-Scott)

πώτημα: τό ἴδε λ. πότημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vol, essor.
Étymologie: πωτάομαι.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α πωτῶμαι
πέταγμα, πτήσηὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πώτημα: -ατος, τό, βλ. πότημα.