χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
-οῦν
, Α
ρόδινος και πορφυρός, ροδοκόκκινος («καμίσιον ροδινοπορφυροῦν
», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδινος + πορφυροῦς.