ρυσίπολις
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. ῥυσίπτολις, -εως, ὁ, ἡ, Α
(συν. ως προσωνυμία της Αθηνάς αλλά και του Νεοπτολέμου) υπερασπιστής, σωτήρας της πόλης («ῥυσίπολις γενοῦ Παλλάς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + -πόλις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. ταραξί-πολις].