Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: σαρκοτῠπής | Medium diacritics: σαρκοτυπής | Low diacritics: σαρκοτυπής | Capitals: ΣΑΡΚΟΤΥΠΗΣ |
Transliteration A: sarkotypḗs | Transliteration B: sarkotypēs | Transliteration C: sarkotypis | Beta Code: sarkotuph/s |
ές,
A smiting on the flesh, Orac. ap. Phleg.Fr.37 J.
-ές, Α
αυτός που χτυπά τη σάρκα, το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. στερνο-τυπής].