σεληνόγονος
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
ἡ, or σεληνό-γονον, τό,
A peony, Ps.-Dsc.3.140, Aët.12.63.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνόγονος: -ον, ἡ, ἢ -γονον, τό, ἡ παιωνία ἢ γλυκυσίδη, Διοσκ. 3. 157· ἴδε σελήνιον.
Greek Monolingual
ἡ, και σεληνόγονον, τὸ, Α
το γνωστό με τη λόγια ονομασία Παιωνία η κρητική φυτό, κν. σήμερα πηγουνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -γονος (< -γόνος < γίγνομαι)].