σιδηρόνωτος

From LSJ
Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόνωτος Medium diacritics: σιδηρόνωτος Low diacritics: σιδηρόνωτος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΝΩΤΟΣ
Transliteration A: sidērónōtos Transliteration B: sidēronōtos Transliteration C: sidironotos Beta Code: sidhro/nwtos

English (LSJ)

ον,

   A iron-backed, ἀσπίδος τύποι E.Ph. 1130.

German (Pape)

[Seite 879] mit eisernem Rücken, ἀσπίδος τύποι, Eur. Phoen. 1137.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων σιδηρᾶ νῶτα, ἀσπίδος τύποι Εὐρ. Φοίν. 1130.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au dos de fer.
Étymologie: σίδηρος, νῶτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκό-νωτος].

Greek Monotonic

σῐδηρόνωτος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια νώτα (ασπίδα), σε Ευρ.