σιδηροκατάδικος

From LSJ
Revision as of 19:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροκατάδῐκος Medium diacritics: σιδηροκατάδικος Low diacritics: σιδηροκατάδικος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΑΤΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: sidērokatádikos Transliteration B: sidērokatadikos Transliteration C: sidirokatadikos Beta Code: sidhrokata/dikos

English (LSJ)

ον,

   A condemned to the iron, i.e. mutilated, Suid. s.v. σπάδων.

German (Pape)

[Seite 879] zum Schwerte verurtheilt, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροκατάδῐκος: -ον, ὁ εἰς σίδηρον καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
καταδικασμένος σε ποινή που εκτελείται με τον σίδηρο, δηλαδή σε ακρωτηριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κατάδικος.