σκυταλοδρομία

From LSJ
Revision as of 16:15, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

η, Ν
1. ομαδικό αγώνισμα στίβου που διεξάγεται σε τέσσερεις συνήθως επιμέρους διαδρομές και κατά το οποίο κάθε επιμέρους διαδρομή διανύεται από διαφορετικό δρομέα καθεμιάς από τις συμμετέχουσες στο αγώνισμα ομάδες, ο οποίος παραδίδει τη σκυτάλη στον επόμενο δρομέα της ομάδας του, που τον περιμένει στο τέρμα της διαδρομής του κ.ο.κ., ώσπου ο τελευταίος να φθάσει στο τελικό τέρμα και να κόψει το νήμα, αγώνισμα που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα τών Ολυμπιακών Αγώνων
2. παρόμοιο αγώνισμα κολύμβησης, αλλά σε μικρότερες αποστάσεις διαδρομών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + -δρομία (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιπποδρομία).