σπορευτός

From LSJ
Revision as of 19:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπορευτός Medium diacritics: σπορευτός Low diacritics: σπορευτός Capitals: ΣΠΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: sporeutós Transliteration B: sporeutos Transliteration C: sporeftos Beta Code: sporeuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sown, χώρα seed-land, Thphr.CP3.20.6.

German (Pape)

[Seite 924] gesäet; γῆ, Saatland, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σπορευτός: -ή, -όν, ἐσπαρμένος, σπ. χώρα, πρὸς σπορὰν κατάλληλος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 6.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(για αγρό) κατάλληλος για σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ του σπείρω + -ευτός, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. σπορεύω].