στολάρχης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ου, ὁ,
A commander of a fleet, PCair.Zen.48.2 (iii B.C.), Epigr.Gr.337 (Cyzic.), PSI4.298.15 (iv A.D., gen. -ου), Hsch.; fem. στολ-αρχίς, ίδος, ἡ, epith. of Isis, POxy. 1380.8 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 946] ὁ, Anführer der Flotte, νεῶν, Ep. ad. 694 (App. 204).
Greek (Liddell-Scott)
στολάρχης: -ου, ὁ, = στόλαρχος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 204, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
ο αρχηγός του στόλου
αρχ.
πιθ. ελεγκτής του ιματισμού, τών στολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + -άρχης].
Russian (Dvoretsky)
στολάρχης: ου ὁ столарх, командующий флотом Anth.