στόχαστρο

From LSJ
Revision as of 16:25, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. στρ. μεταλλικό τεμάχιο, προσαρμοσμένο σταθερά πάνω από το στόμιο της κάννης φορητών όπλων, το οποίο αποτελεί τμήμα του συστήματος σκόπευσης
2. φρ. «τὸν έχω στο στόχαστρο» — αναμένω την κατάλληλη στιγμή για να τον βλάψω ή για να τον τιμωρήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοχάζομαι + επίθημα -τρο (πρβλ. στέγαστρο). Η λ., στον λόγιο τ. στόχαστρον, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].