στροβελός

From LSJ
Revision as of 10:45, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβελός Medium diacritics: στροβελός Low diacritics: στροβελός Capitals: ΣΤΡΟΒΕΛΟΣ
Transliteration A: strobelós Transliteration B: strobelos Transliteration C: strovelos Beta Code: strobelo/s

English (LSJ)

σοβαρός, τρυφερός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 954] = στροβιλός, στρεβλός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στροβελός: «σοβαρός, τρυφερός», καὶ «σκολιός, καμπύλος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-όν, Α στρόβος
(κατά τον Ησύχ.)
1. «σοβαρός, τρυφερός»
2. (το ουδ.) στροβελόν
«σκολιόν, καμπύλον».