συγκρημνίζω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρημνίζω Medium diacritics: συγκρημνίζω Low diacritics: συγκρημνίζω Capitals: ΣΥΓΚΡΗΜΝΙΖΩ
Transliteration A: synkrēmnízō Transliteration B: synkrēmnizō Transliteration C: sygkrimnizo Beta Code: sugkrhmni/zw

English (LSJ)

   A throw down a precipice together, Plb.8.32.7.

German (Pape)

[Seite 969] mit, zugleich, zusammen herunterstürzen, Pol. 8, 34, 7.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρημνίζω: κατακρημνίζω ὁμοῦ, Πολύβ. 8. 34, 7.

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάποιον στον γκρεμό μαζί με άλλον, κατακρημνίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρημνίζω (< κρημνός «γκρεμός»)].

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάποιον στον γκρεμό μαζί με άλλον, κατακρημνίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρημνίζω (< κρημνός «γκρεμός»)].