συγκεντρώνω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek Monolingual
Ν
1. μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα γύρω από ένα κέντρο, συναθροίζω από πολλά μέρη σε ένα μέρος («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω»)
2. συσσωρεύω, σωριάζω
3. μέσ. συγκεντρώνομαι
αφοσιώνομαι απερίσπαστος σε κάτι
4. φρ. α) «συγκεντρώνω τις σκέψεις μου» ή «συγκεντρώνω τις ιδέες μου» — σκέπτομαι απερίσπαστα
β) «συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου», «συγκεντρώνω τις προσπάθειές μου» — εντείνω τις δυνάμεις μου ή τις προσπάθειές μου
γ) «συγκεντρώνω την προσοχή μου» — προσέχω εντατικά και απερίσπαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέντρο. Η λ., στον λόγιο τ. συγκεντρῶ, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].
Greek Monolingual
Ν
1. μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα γύρω από ένα κέντρο, συναθροίζω από πολλά μέρη σε ένα μέρος («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω»)
2. συσσωρεύω, σωριάζω
3. μέσ. συγκεντρώνομαι
αφοσιώνομαι απερίσπαστος σε κάτι
4. φρ. α) «συγκεντρώνω τις σκέψεις μου» ή «συγκεντρώνω τις ιδέες μου» — σκέπτομαι απερίσπαστα
β) «συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου», «συγκεντρώνω τις προσπάθειές μου» — εντείνω τις δυνάμεις μου ή τις προσπάθειές μου
γ) «συγκεντρώνω την προσοχή μου» — προσέχω εντατικά και απερίσπαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέντρο. Η λ., στον λόγιο τ. συγκεντρῶ, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].