συμπαρακύπτω

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρακύπτω Medium diacritics: συμπαρακύπτω Low diacritics: συμπαρακύπτω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΥΠΤΩ
Transliteration A: symparakýptō Transliteration B: symparakyptō Transliteration C: symparakypto Beta Code: sumparaku/ptw

English (LSJ)

   A bend oneself along with, Luc.Icar.25.

German (Pape)

[Seite 984] mit oder zusammen nebenhin sich bücken, Luc. Icarom. 25.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακύπτω: παρακύπτω συγχρόνως ἢ κύπτω πλησίον ἄλλου, Λουκ. Ἰκαρομ. 25.

French (Bailly abrégé)

se pencher ensemble pour regarder.
Étymologie: σύν, παρακύπτω.

Greek Monolingual

Α
γέρνω, σκύβω κοντά σε κάποιον ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακύπτω «σκύβω και βλέπω»].

Greek Monolingual

Α
γέρνω, σκύβω κοντά σε κάποιον ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακύπτω «σκύβω και βλέπω»].