συμπεριτρέπω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
A overthrow together with, ἑαυτήν τισι S.E.P. 2.188, cf. 193 (Pass.):—Pass. also, of leaves of heliotrope, τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει Dsc.4.190 (v.l.-φερ-).
German (Pape)
[Seite 986] (s. τρέπω), mit od. zugleich umkehren, umstoßen, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριτρέπω: περιτρέπω, καταρρίπτω, ἀνατρέπω ὁμοῦ μετά τινος, ἑαυτὴν ἐκείνοις συμπεριτρέπει Σέξτ. Ἐμπ, π. Π. 2. 188, πρβλ. 193, κτλ.
Greek Monolingual
Α
1. ανατρέπω κάτι μαζί με άλλους
2. παθ. συμπεριτρέπομαι
(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε σχέση με κάτι («τῇ τοῡ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιτρέπω «ανατρέπω, αναποδογυρίζω»].
Greek Monolingual
Α
1. ανατρέπω κάτι μαζί με άλλους
2. παθ. συμπεριτρέπομαι
(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε σχέση με κάτι («τῇ τοῡ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιτρέπω «ανατρέπω, αναποδογυρίζω»].