συμπάθιο

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν
1. συγγνώμη, συγχώρησησυμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.)
2. φρ. «με το συμπάθιο» — με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη
3. παροιμ. φρ. «απ' τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» — λέγεται για όσους φέρονται με αδιακρισία και αρκούνται στο να ζητούν κάθε φορά συγγνώμη για τα προβλήματα ή τις δυσάρεστες καταστάσεις που προκαλούν στους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < συμπαθώ / συμπάθεια (πρβλ. συνηθώ: συνήθιο)].

Greek Monolingual

και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν
1. συγγνώμη, συγχώρησησυμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.)
2. φρ. «με το συμπάθιο» — με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη
3. παροιμ. φρ. «απ' τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» — λέγεται για όσους φέρονται με αδιακρισία και αρκούνται στο να ζητούν κάθε φορά συγγνώμη για τα προβλήματα ή τις δυσάρεστες καταστάσεις που προκαλούν στους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < συμπαθώ / συμπάθεια (πρβλ. συνηθώ: συνήθιο)].