σύναινος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A agreeing with, τινι Hsch.
German (Pape)
[Seite 997] gleicher Meinung, beistimmend, genehmigend; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σύναινος: -ον, συναινῶν, συμφωνῶν μετά τινος, ὁμόδοξος, σύμφωνος, οἷς ἐγὼ οὐ σύναινός εἰμι Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 265 ― 143Α· «σύναινος· ὁμόδοξος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που συναινεί, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος].
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που συναινεί, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος].