σύναιχμος

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναιχμος Medium diacritics: σύναιχμος Low diacritics: σύναιχμος Capitals: ΣΥΝΑΙΧΜΟΣ
Transliteration A: sýnaichmos Transliteration B: synaichmos Transliteration C: synaichmos Beta Code: su/naixmos

English (LSJ)

ον,

   A allied with, an ally, Hsch., Phot., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σύναιχμος: -ον, ὅμαιχμος, σύμμαχος, Σουΐδ., Ἡσύχ. Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 178.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. όμ-αιχμος].

Greek Monolingual

ὁ, Α
σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. όμ-αιχμος].