συνανασπώ

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
τραβώ προς τα επάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνασπῶ «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»].

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
τραβώ προς τα επάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνασπῶ «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»].