συναπόλλυμι
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
A destroy together, μετά τινος Antipho 5.82; σ. τοὺς φίλους destroy one's friends as well as oneself, Th.6.12; συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Hyp.Lyc.19; σ. τὰ Χρήματα lose the money also, D.34.2; τινί τι one thing with another, Plu.Cat.Mi. 38:—Pass., perish together, Th.2.60, Lys.12.88: c. dat., Hdt.7.221, Pl.Criti.121a, Ep.Hebr.11.31.
German (Pape)
[Seite 1002] (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich vernichten, tödten; Her. 7, 221; aor., Antiph. 5, 82; Thuc. 2, 60. – Med. mit umkommen, sterben, τοῖς κακοῖς συναπόλλυσθαι, Plat. Lys. 221 b Critia 121 a; Lys. 12, 88; Dem. 59, 95.
Greek (Liddell-Scott)
συναπόλλῡμι: ἀπολλύω, καταστρέφω ὁμοῦ, μετά τινος Ἀντιφῶν 139. 7· σ. τοὺς φίλους, καταστρέφω τοὺς φίλους μου μετ’ ἐμαυτοῦ, Θουκ. 6. 12· συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 15· σ. τὰ χρήματα, χάνω ὁμοίως καὶ τὰ χρήματα, Δημ. 907. 14· τινί τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 38. ― Παθ., ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ, Θουκ. 2. 60, Λυσί. 128. 20· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 221, Πλάτ. Κριτί. 121Α.
French (Bailly abrégé)
ao. συναπώλεσα;
perdre, faire périr ou détruire avec soi : τινα qqn ; τινί τι une chose avec une autre;
Moy. συναπόλλυμαι (ao.2 συναπωλόμην) être perdu ou périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπόλλυμι.
English (Strong)
from σύν and ἀπόλλυμι; to destroy (middle voice or passively, be slain) in company with: perish with.
English (Thayer)
2nd aorist middle συναπωλομην; from Herodotus down; to destroy together (to perish together (to be slain along with): τίνι, with one, Hebrews 11:31.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυναπόλλυμι Α
1. καταστρέφω συγχρόνως
2. φρ. α) «συναπόλλυμι φίλους» — καταστρέφω μαζί με τον εαυτό μου και τους φίλους μου (Θουκ.)
β) «συναπόλλυμι τὰ χρήματα» — χάνω συγχρόνως και χρήματα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπόλλυμι «καταστρέφω»].
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυναπόλλυμι Α
1. καταστρέφω συγχρόνως
2. φρ. α) «συναπόλλυμι φίλους» — καταστρέφω μαζί με τον εαυτό μου και τους φίλους μου (Θουκ.)
β) «συναπόλλυμι τὰ χρήματα» — χάνω συγχρόνως και χρήματα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπόλλυμι «καταστρέφω»].