συνδιαφεύγω

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαφεύγω Medium diacritics: συνδιαφεύγω Low diacritics: συνδιαφεύγω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: syndiapheúgō Transliteration B: syndiapheugō Transliteration C: syndiafeygo Beta Code: sundiafeu/gw

English (LSJ)

   A escape along with, D.C.48.44.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. φεύγω), mit od. zugleich hindurchfliehen, D. Cass. 48, 44.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαφεύγω: μέλλ. -ξομαι, διαφεύγω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μεθ’ οὐ συνδιέφευγον Δίων Κ. 48, 44.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, δραπετεύω από κάπου μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, δραπετεύω από κάπου μαζί με άλλον.