συγχορηγός

From LSJ
Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχορηγός Medium diacritics: συγχορηγός Low diacritics: συγχορηγός Capitals: ΣΥΓΧΟΡΗΓΟΣ
Transliteration A: synchorēgós Transliteration B: synchorēgos Transliteration C: sygchorigos Beta Code: sugxorhgo/s

English (LSJ)

όν,

   A sharing with a partner in the expense, D.29.28.

German (Pape)

[Seite 971] zugleich, mit Andern die Kosten zur Ausrüstung eines Chors hergebend, mit, zugleich verwendend, übh. Helfershelfer, Dem. 29, 28.

Greek (Liddell-Scott)

συγχορηγός: -όν, ὁ συγχορηγῶν, συμβοηθῶν χρηματικῶς, Δημ. 853. 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chorège avec un autre ; p. ext. qui participe à certains frais.
Étymologie: σύν, χορηγός.

Greek Monolingual

-όν, Α χορηγός
αυτός που έχει αναλάβει δημόσια χορηγία μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

-όν, Α χορηγός
αυτός που έχει αναλάβει δημόσια χορηγία μαζί με άλλον.

Greek Monotonic

συγχορηγός: -όν, αυτός που χορηγεί από κοινού· γενικά, αυτός που αναλαμβάνει από κοινού με κάποιον άλλο μέρος των εξόδων, σε Δημ.