συγκατατάσσω

From LSJ
Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατατάσσω Medium diacritics: συγκατατάσσω Low diacritics: συγκατατάσσω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: synkatatássō Transliteration B: synkatatassō Transliteration C: sygkatatasso Beta Code: sugkatata/ssw

English (LSJ)

Att. συγκατατάττω,

   A arrange or draw up together, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα X.Cyr. 6.3.32: metaph., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτῶν φιλίαν Polyaen.5.2.22; take into account, τὴν πρώτην ἡμέραν . . Ph.1.692; classify with, Paul.Aeg. 2.11:—Pass., range oneself beside, μετὰ Ἀθηναίων IG22.237.12 (iv B.C.): metaph., to be arranged harmoniously, M.Ant.7.9.

German (Pape)

[Seite 966] att. -ττω, mit od. zugleich anordnen, Xen. Cyr. 6, 3, 32.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατάσσω: Ἀττικ. -ττω, κατατάσσω ὁμοῦ, συγχρόνως, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα Ξεν. Κύρ. 6. 3, 32· μεταφορ., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτοῦ φιλίαν Πολύαιν. 5, 2, 22. ― Παθ., κατατάσσομαι ἁρμονικῶς, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 9.

French (Bailly abrégé)

disposer avec ou ensemble ; Pass. être disposé harmonieusement.
Étymologie: σύν, κατατάσσω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα
τατάττω Α
1. κατατάσσω μαζί με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν φάλαγγα», Ξεν.)
2. μτφ. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», Φώτ.)
αρχ.
παθ. συγκατατάσσομαι
κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῑ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα
τατάττω Α
1. κατατάσσω μαζί με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν φάλαγγα», Ξεν.)
2. μτφ. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», Φώτ.)
αρχ.
παθ. συγκατατάσσομαι
κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῑ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.).

Greek Monotonic

συγκατατάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κατατάσσω ή διευθετώ από κοινού, συγκαταλέγω, σε Ξεν.