σύμπτυξη

From LSJ
Revision as of 20:11, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source

Greek Monolingual

η / σύμπτυξις, -ύξεως, ΝΜΑ συμπτύσσω
νεοελλ.
1. περιορισμός της έκτασης, πύκνωση (α. «σύμπτυξη της παράταξης» β. «η σύμπτυξη του μετώπου» γ. «η σύμπτυξη του κεφαλαίου»)
2. (αθλ.) η απόσυρση τών χεριών με τα δάκτυλα στους ώμους έπειτα από έκταση, προβολή ή ανάταση
3. μουσ. τεχνική διαφοροποίησης-παραλλαγής ενός μουσικού θέματος που καταφεύγει στη σμίκρυνση τών αξιώνδιαρκειών τών φθογγοσήμων κρατώντας συνήθως τον αναγνωρίσιμο χαρακτήρα του αρχικού ρυθμού
4. στρ. υποχώρηση, οπισθοχώρηση
μσν.-αρχ.
1. το να συμπτυχθεί, να διπλωθεί κάτι
2. η συγκέντρωση προς κάποιο σημείο.