ταρβαλέος

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρβᾰλέος Medium diacritics: ταρβαλέος Low diacritics: ταρβαλέος Capitals: ΤΑΡΒΑΛΕΟΣ
Transliteration A: tarbaléos Transliteration B: tarbaleos Transliteration C: tarvaleos Beta Code: tarbale/os

English (LSJ)

α, ον, (τάρβος)

   A affrighted, fearful, h.Merc.165, S.Tr.957 (lyr.); τ. δάκρυα tears of distress, Max.331.    II fearful, terrible, λέων Nonn.D.25.191; Ζεύς ib.434.

German (Pape)

[Seite 1070] erschrocken, furchtsam; H. h. Merc. 165; Soph. Trach. 953.

Greek (Liddell-Scott)

ταρβᾰλέος: -α, -ον, (τάρβος) πεφοβημένος, πλήρης φόβου, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 165, Σοφ. Τρ. 953· τ. δάκρυα, δάκρυα θλίψεως, Μάξιμ. π. καταρχ. 331. ΙΙ. φοβερός, τρομερός, λέων Νόνν. Δ. 25. 191.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
effrayé.
Étymologie: τάρβος.

Greek Monolingual

-α, -ον, ΜΑ
(με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο
αρχ.
(με παθ. σημ.) γεμάτος φόβο, καταφοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

ταρβᾰλέος: -α, -ον, αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, πανικόβλητος, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.