χερσόθι

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

German (Pape)

[Seite 1351] adv., auf dem festen Lande, poet.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόθῐ: Ἐπίρρ., ἐν τῇ χέρσῳ, ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, Ἀνθ. Παλατ. 9. 105.

French (Bailly abrégé)

adv.
sur la terre ferme sans mouv.
Étymologie: χέρσος, -θι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. στη στεριά, στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. μακρό-θι, οὐρανό-θι)].

Greek Monotonic

χερσόθῐ: επίρρ., πάνω στη γη, σε Ανθ.