χερσόθι
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
Adv. on dry land, AP 9.105.
German (Pape)
[Seite 1351] adv., auf dem festen Lande, poet.
French (Bailly abrégé)
adv.
sur la terre ferme sans mouv.
Étymologie: χέρσος, -θι.
Russian (Dvoretsky)
χερσόθῐ: adv. на суше Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χερσόθῐ: Ἐπίρρ., ἐν τῇ χέρσῳ, ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, Ἀνθ. Παλατ. 9. 105.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. στη στεριά, στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. μακρόθι, οὐρανόθι)].
Greek Monotonic
χερσόθῐ: επίρρ., πάνω στη γη, σε Ανθ.