ὑπερθαλασσίδιος

From LSJ
Revision as of 05:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

German (Pape)

[Seite 1196] = Folgdm, Ggstz von παραθαλάσσιος, Her. 4, 199.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθᾰλασσίδιος: -ον, ὁ ὑπεράνω τῆς παρὰ τὴν θάλασσαν γῆς, παρὰ τὴν ἀκτήν, χῶροι ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραθαλάσσιος, Ἡρόδ. 4. 199· - ὡσαύτως ὑπερθάλασσος, ον, Ἀλκίφρων 2. 4, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’outre-mer, situé de l’autre côté de la mer.
Étymologie: ὑπέρ, θαλασσίδιος.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
(για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που υψώνεται πάνω από την ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θάλασσα + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. παρα-θαλασσ-ίδιος)].

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθᾰλασσίδιος: лежащий за приморской полосой, т. е. глубинный (χῶροι Her. - v. l. ὑπὲρ τῶν θαλασσιδίων χώρων).