ὑπερθαλασσίδιος
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
German (Pape)
[Seite 1196] = Folgdm, Gegensatz von παραθαλάσσιος, Her. 4, 199.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'outre-mer, situé de l'autre côté de la mer.
Étymologie: ὑπέρ, θαλασσίδιος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερθᾰλασσίδιος: лежащий за приморской полосой, т. е. глубинный (χῶροι Her. - v. l. ὑπὲρ τῶν θαλασσιδίων χώρων).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθᾰλασσίδιος: -ον, ὁ ὑπεράνω τῆς παρὰ τὴν θάλασσαν γῆς, παρὰ τὴν ἀκτήν, χῶροι ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραθαλάσσιος, Ἡρόδ. 4. 199· - ὡσαύτως ὑπερθάλασσος, ον, Ἀλκίφρων 2. 4, 6.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που υψώνεται πάνω από την ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θάλασσα + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. παρα-θαλασσ-ίδιος)].