φιλάγραυλος

From LSJ
Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάγραυλος Medium diacritics: φιλάγραυλος Low diacritics: φιλάγραυλος Capitals: ΦΙΛΑΓΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: philágraulos Transliteration B: philagraulos Transliteration C: filagravlos Beta Code: fila/graulos

English (LSJ)

ον,

   A fond of the country, Πάν AP6.73 (Maced.), cf. Nonn.D.8.15.

German (Pape)

[Seite 1273] das Landleben liebend; Πάν Macedon. 25 (VI, 73); ἠχώ Nonn. D. 8, 15.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάγραυλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀγροτικὸν βίον, Ἀνθ. Π. 6. 73, Νόνν. Δ. 8. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la vie des champs.
Étymologie: φίλος, ἄγραυλος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄγραυλος «αυτός που ζει στην ύπαιθρο»].

Greek Monotonic

φῐλάγραυλος: -ον, αυτός που αγαπά την εξοχή, σε Ανθ.