φυλακίδα

From LSJ
Revision as of 08:59, 29 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

η / φυλακίς, -ίδος, ΝΑ, και λόγιος τ. φυλακίς Ν, και φυλάκισσα ΜΑ, και φύλαξ, ἡ, Α
νεοελλ.
1. μικρό πλοίο του πολεμικού ναυτικού στην είσοδο του λιμανιού που είχε ως αποστολή να επιβλέπει τον είσπλου τών πλοίων και να ελέγχει τα ναυτιλιακά έγγραφα
2. πολεμικό πλοίο υπό τις διαταγές του πρεσβευτή της χώρας, στην οποία ανήκε, στα μεγάλα λιμάνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας
μσν.-αρχ.
(ως θηλ. του τ. φύλαξ) αυτή που φυλάγει, η φρουρός
αρχ.
1. ως επίθ. προσωνυμία της θεάς Αθηνάς («ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς τῆς φυλακίδος... ὁ Κικέρων εἰς τὸ Καπιτώλιον ἀνετίθει...», Δίων Κάσσ.)
2. πλοίο που φρουρούσε μία θέση, που χρησίμευε για φρούρηση («αἱ φυλακίδες τῶν Καρχηδονίων ἐπεδίωκον», Διόδ.)
3. φρ. α) «ναῦς φυλακίς» — πλοίο φρουράς, πλοίο για φρούρηση
β) «[ἡ] φύλαξ φιλίας»
μτφ. η τράπεζα, το τραπέζι γεύματος (Εύβουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς].